ὑπεραισχύνομαι

ὑπεραισχύνομαι
ὑπεραισχύ̱νομαι , ὑπεραισχύνομαι
feel much ashamed
aor subj mp 1st sg (epic)
ὑπεραισχύ̱νομαι , ὑπεραισχύνομαι
feel much ashamed
pres ind mp 1st sg
ὑπεραισχύ̱νομαι , ὑπεραισχύνομαι
feel much ashamed
aor subj mid 1st sg (epic)
ὑπεραισχύ̱νομαι , ὑπεραισχύνομαι
feel much ashamed
pres ind mp 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • υπεραισχύνομαι — ΜΑ [αἰσχύνομαι] ντρέπομαι πάρα πολύ, προσέχω πολύ μήπως... (α. «τῶν ὑβριστῶν ὑπεραισχυνόμενοι», Φώτ. β. «ὑπεραισχυνθέντες οἱ ἐν Θήβαις ἄρχοντες, μὴ δόξωσιν ὡς ἀληθῶς εἶναι προδόται», Αισχίν.) αρχ. αισθάνομαι μεγάλη ντροπή γιατί έκανα κάτι κακό …   Dictionary of Greek

  • ὑπεραισχυνθέντες — ὑπεραισχύνομαι feel much ashamed aor part mp masc nom/voc pl ὑπεραισχύνομαι feel much ashamed aor part pass masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερῃσχυνόμην — ὑπερῃσχῡνόμην , ὑπεραισχύνομαι feel much ashamed imperf ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”